Share

Η βία των όπλων στην Κύπρο

20/04/2021

«Σοκαρισμένη η κοινή γνώμη», «Σοκ στο Παγκύπριο», «Πατέρας σκότωσε τα παιδιά του», Οικογενειακή τραγωδία». Άραγε, πόσες φορές ακούσαμε αυτές τις φράσεις τα τελευταία χρόνια; Η απάντηση είναι μάλλον πολλές. Κατά διαστήματα, όλοι μας έχουμε ακούσει ή διαβάσει για γεγονότα τα οποία συμβαίνουν γύρω μας και αφορούν υποθέσεις όπλων. Απειλές, ληστείες, δολοφονίες και ξεκλήρισμα οικογενειών.  Τραγωδίες που είχαν ως κοινό στοιχείο ένα όπλο.

Τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας αρκετές ήταν οι υποθέσεις που συγκλόνισαν την κοινωνία. Από πατεράδες που σκοτώσανε τα παιδιά τους, μέχρι συζύγους που δολοφόνησαν τις συζύγους τους ή γείτονες που έριξαν σφαίρες με σκοπό να εκφοβίσουν τον διπλανό τους. Ανθρώπους που έβαψαν τα χέρια τους με αίμα. Ανθρώπους που ενώ ήταν ακατάλληλοι να οπλοφορούν, είχαν αποκτήσει την νόμιμη άδεια. Ανθρώπους που με μια απλή ψυχική γνωμάτευση κατάφεραν να πάρουν στα χέρια τους ένα ή περισσότερα όπλα. Ποιος φταίει για αυτό; Το σύστημα που απέτυχε να ελέγξει όλους αυτούς τους ανθρώπους; Γιατροί που ίσως αγνόησαν τα προφανείς σημάδια ψυχικής αστάθειας; Μια πτυχή του εαυτού τους που μέχρι τώρα δεν γνώριζαν; Δεν έχει σημασία. Το μόνο που μετράει είναι οι ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν. Πόσο εύκολο είναι όμως να πάρει κάποιος άδεια οπλοφορίας;

Λόγο του μεγάλου αριθμού κυνηγών στην Κύπρο υπάρχει αυξημένος αριθμός δηλωμένων όπλων. Έως το 2017 σε σύνολο πληθυσμού υπήρχαν καταγεγραμμένα 275.000 όπλα τα περισσότερα κυνηγετικές καραμπίνες ή τύπου G3 ενώ 30.000 έφεδροι έχουν όπλο στο σπίτι τους. Σχεδόν σε κάθε σπίτι υπάρχει και ένα όπλο. Αν κάποιος ο οποίος έχει περάσει τα 18 έτη και έχει καθαρό ποινικό μητρώο μπορεί κάλλιστα να παρακολουθήσει τα μαθήματα που διαρκούν σχεδόν ένα μήνα και να προμηθευτεί την σχετική άδεια. Η άδεια οπλοφορίας έχει διάρκεια εφόρου ζωής και δίνει την δυνατότητα στον κάτοχο της να έχει εγγεγραμμένα στο όνομά του μέχρι και 10 όπλα. Η κυνηγετική άδεια χρειάζεται ανανέωση ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σε περίπτωση που υπάρχει ιστορικό καταδίκης μπορεί πολύ απλά να δηλώσει ως κάτοχο του όπλου την γυναίκα του, γεγονός το οποίο συνέβη σε γνωστή υπόθεση σε επαρχία της Λευκωσίας. Αν δε είναι ψυχικά κατάλληλος για αυτή την άδεια κανένας δεν εγγυάται πως στο στενό του περιβάλλον ή μέσα στο σπίτι όπου φυλάσσεται το όπλο δεν υπάρχει κάποιο άτομο που να είναι ψυχικά ακατάλληλο για να βρίσκεται κοντά σε ένα όπλο. Υπάρχουν και περιπτώσεις όμως που όσο ικανός και να είναι ο χειριστής του όπλου, η ελλιπής ενημέρωση για τον χειρισμό ή τον καθαρισμό του όπλου οδήγησε σε μοιραία λάθη.

Από την άλλη πλευρά έχουμε και το παράνομο έγκλημα. Οργανώσεις και φατρίες που κυριαρχούν στην νυχτερινή ζωή της Κύπρου. Άνθρωποι που πουλούν προστασία και εκφοβίζουν κόσμο με παράνομα και αδήλωτα όπλα. Πιστόλια που έρχονται από τα κατεχόμενα και έχουν ως σκοπό να μην εντοπιστούν σε καμία υπόθεση. Σε καμία απόπειρα δολοφονίας, σε καμία ληστεία.

Η ανασφάλεια και ο φόβος που προκλήθηκε μέσω της Τουρκικής εισβολής, μας έκαναν τον κόσμο να προσπαθεί να προστατευτεί από μόνος του κάνοντας την επιθυμία του να οπλοφορεί ακόμα πιο δυνατή. Αντί να αναζητούμε πιο ειρηνικές μεθόδους και να ενισχύουμε το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, έχουμε πετύχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Το σύστημα το ίδιο πρέπει να κάνει περισσότερες προσπάθειες να πλησιάσει τον πολίτη. Να τον κάνει να νιώσει πως είναι ασφαλής. Στο σπίτι του, στην δουλειά του, στον δρόμο. Μόνο τότε μπορούμε να πούμε πως κάναμε ένα βήμα μπροστά.

Το θέμα σε αυτές τις υποθέσεις δεν είναι το όπλο σαν όργανο. Είναι η βία. Γιατί η βία φέρνει πάντα βία. Σε ένα σύστημα που αδυνατεί να προστατέψει τους πολίτες του γινόμαστε όλοι μέτοχοι σε καθημερινές τραγωδίες που μένουν για πάντα χαραγμένες στην μνήμη μας. Πληγές που δεν επουλώνονται ποτέ και άνθρωποι που δεν γυρίζουν πίσω.

*Της Χριστίνας Νικολοπούλου

Πρωτοετής φοιτήτρια στο Πρόγραμμα «Δημοσιογραφία με Δημόσιες Σχέσεις» KES College